Έλεγχος τραχήλου της μήτρας – Τεστ Παπ – HPV τυποποίηση και μοριακός έλεγχος

Τι είναι το Τεστ ΠΑΠ;

Η κυτταρολογική εξέταση του κολποτραχηλικού επιχρίσματος, γνωστό και ως παπ τεστ, έχει σαν σκοπό την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Έλληνα πατέρα της επιστήμης της κυτταρολογίας Γεώργιο Παπανικολάου. Μπορεί να αναδείξει επιπλέον, προκαρκινικά- δυσπλαστικά κύτταρα, φυσιολογικά και παθολογικά κύτταρα που προέρχονται από τον κόλπο και το ενδομήτριο. Το τέστ ΠΑΠ είναι μια απλή, ακίνδυνη και ανώδυνη προληπτική γυναικολογική εξέταση. Χρησιμοποιείται για να ανιχνεύσει πιθανές αλλοιώσεις στα κύτταρα του τραχήλου της μήτρας, τα οποία μπορεί να υποδεικνύουν την ύπαρξη προκαρκινικών ή καρκινικών αλλοιώσεων.

Ποια η σχέση του ιού HPV με τις παθήσεις του τραχήλου της μήτρας;

Ο ιός HPV έχει εξακριβωθεί ως αιτιολογικός παράγοντας πρόκλησης καρκίνου τραχήλου της µήτρας (100%), όπως και άλλων (αιδοίου 40%, κόλπου 91-94%, πρωκτού 88-94%, στοµατοφαρυγγικής κοιλότητας 25%).
Θεωρείται ότι ο HPV είναι υπεύθυνος για το 5,2% επί του συνόλου των καρκίνων παγκοσµίως.

Πώς μεταδίδεται ο ιός;

O ιός HPV μεταδίδεται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή. H πρόωρη έναρξη σεξουαλικών επαφών καθώς και οι πολλοί σύντροφοι, δημιουργούν προϋποθέσεις μόλυνσης από πολλά στελέχη.

Σε τι οδηγεί η μόλυνση από τον ιό;

  1. σε λανθάνουσα λοίμωξη που δε θα διαγνωσθεί ποτέ με τις συνήθεις τεχνικές και θα προκαλέσει διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος και ανοσία
  2. σε ανάπτυξη οξυτενών κονδυλωμάτων από τα στελέχη χαμηλού κινδύνου
  3. σε ενεργό λοίμωξη και ανάπτυξη υποκλινικών, αόρατων στο γυμνό οφθαλμό προκαρκινικών αλλοιώσεων, από στελέχη υψηλού κινδύνου.
  4. Ακόμη δεν έχει εξηγηθεί γιατί ορισμένες αλλοιώσεις υποστρέφουν γρήγορα, ενώ άλλες επιμένουν ή εξελίσσονται.

H συμβολή του Test Pap στην ανίχνευση των βλαβών που προκαλεί ο ιός HPV είναι καθοριστική.

Oι αλλοιώσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως:

1. ήπιες ή χαμηλού βαθμού αλλοιώσεις (HPV, CIN1 ή LGSIL)

2. βαριές ή υψηλόβαθμες αλλοιώσεις (CIN2, CIN3 ή HGSIL)

3. άτυπες αλλοιώσεις του αδενικού επιθηλίου (AGUS)

4. διηθητικός καρκίνος

5. αδιευκρίνιστες αλλοιώσεις

Oι περισσότερες αλλοιώσεις που προκαλεί ο ιός είναι γενικά καλοήθεις και υποχωρούν αυτόματα σε διάστημα 12-36 μηνών.

Ποιος ο ρόλος της δευτερογενούς πρόληψης;

Η πρόληψη διακρίνεται στην πρωτογενή, κατά την οποία εφαρµόζονται µέτρα (όπως εµβολιασµός) σε ανθρώπους που δε νοσούν µε σκοπό την πρόληψη, ενώ η δευτερογενής περιλαµβάνει ενέργειες (διαγνωστικές και επεµβατικές) για την επιβράδυνση ή διακοπή εξέλιξης µιας νόσου µετά την έγκαιρη διάγνωσή της κατά τα αρχικά της στάδια.

Πότε γίνεται ο κυτταρολογικός έλεγχος;

– ο συστηµατικός ετήσιος κυτταρολογικός έλεγχος για γυναίκες ηλικίας 21-29 ετών,
χωρίς σχετικό ιστορικό ή προηγούµενα ευρήµατα, οδηγεί σε ιδιαίτερα µικρό ποσοστό
πρόληψης περιπτώσεων καρκίνου τραχήλου της µήτρας σε σχέση µε το δυσανάλογα
υψηλό κόστος των εφαρµοζόµενων διαγνωστικών και θεραπευτικών µεθόδων.
– µε δεδοµένο ότι ο καρκίνος του τραχήλου της µήτρας επισυµβαίνει περί τα 15-25 έτη µετά την πρωτογενή µόλυνση από τον HPV, ο συστηµατικός έλεγχος γυναικών άνω της ηλικίας των 65 ετών θα δρούσε προστατευτικά έναντι πολύ λίγων περιπτώσεων καρκίνου. Επιδηµιολογικά µοντέλα εκτιµούν ότι εάν οι γυναίκες ηλικίας 65 ετών που ελέγχονταν κάθε τρια χρόνια συνέχιζαν µε την ίδια περιοδικότητα τον έλεγχο έναντι του καρκίνου του τραχήλου της µήτρας µέχρι τα 90 έτη, τότε 1.6 / 1000 γυναίκες θα προστατευόταν πραγµατικά.

Σε τι ηλικίες γίνεται το τεστ Παπ;

Προτείνεται:

  • έναρξη πληθυσµιακού προληπτικού συστηµατικού ελέγχου έναντι του καρκίνου του τραχήλου της µήτρας από την ηλικία των 21 ετών.
  • Γυναίκες ηλικίας κάτω των 21 ετών δεν πρέπει να εντάσσονται σε προγράµµατα πληθυσµιακού ελέγχου, ανεξάρτητα από την ηλικία έναρξης σεξουαλικών δραστηριοτήτων ή τη συνοδό παρουσία άλλων κοινωνικών – σχετιζόµενων µε τη συµπεριφορά τους – παραγόντων κινδύνου.
  • Γυναίκες ηλικίας µεταξύ 21-29 ετών πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδικό πληθυσµιακό έλεγχο µόνο µε µεθόδους κυτταρολογίας τραχήλου κάθε τρια έτη.
  • Σύγχρονη δοκιµασία HPV DNA ανίχνευσης δεν προτείνεται για την ηλικιακή αυτή οµάδα.
  • Όσον αφορά στην οµάδα γυναικών µεταξύ 30-65 ετών, η σύγχρονη κυτταρολογική και HPV DNA δοκιµασία κάθε πέντε έτη αποτελεί την ιδανικότερη στρατηγική.
  • Ωστόσο, και ο κυτταρολογικός µόνον έλεγχος κάθε τρια έτη θεωρείται αποδεκτή προσέγγιση

Επομένως πότε πρέπει να κάνω τεστ ΠΑΠ;

Το τεστ ΠΑΠ συνίσταται να πραγματοποιείται σε σεξουαλικά ενεργές γυναίκες από 21-65 ετών, συμπεριλαμβανομένων γυναικών που έχουν υποστεί υστερεκτομή ή βρίσκονται σε εγκυμοσύνη, αν κρίνεται απαραίτητο, κάθε 3 χρόνια, εκτός εάν οι οδηγίες του ιατρού είναι διαφορετικές.

Οι λόγοι για τους οποίους ένας γυναικολόγος μπορεί να συστήσει συχνότερη πραγματοποίηση τεστ ΠΑΠ είναι το ατομικό ιατρικό ιστορικό της ασθενούς και η εμφάνιση συμπτωμάτων όπως:

  1. Ευρήματα ενός προηγούμενου τεστ ΠΑΠ που έδειξαν αλλοιώσεις στα κύτταρα
  2. Ύπαρξη προκαρκινικών κυττάρων
  3. Μόλυνση από HIV
  4. Μόλυνση από HPV
  5. Εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος εξαιτίας ανοσοκαταστολής από μεταμόσχευση οργάνου ή χημειοθεραπεία
  6. Συχνή αιμορραγία εκτός της φυσιολογικής έμμηνου ρύσεως, πριν ή μετά τη σεξουαλική επαφή ή μετά την εμμηνόπαυση
  7. Ύπαρξη ασυνήθιστων κολπικών εκκρίσεων

Ποια είναι η προετοιμασία για το τεστ Παπ;

Για να είναι το τεστ Παπ αποτελεσματικό, πριν από το τεστ καλό είναι να τηρήσετε τα εξής:

Αποφύγετε την σεξουαλική επαφή, το ντους ή την χρήση κολπικών φαρμάκων ή σπερματοκτόνων αφρών, κρεμών ή τζελ δύο μέρες πριν από το τεστ Παπ, καθώς όλα αυτά μπορεί να απομακρύνουν ή να καλύψουν τα ανώμαλα κύτταρα.
Μην προγραμματίζετε το τεστ Παπ στη διάρκεια της περιόδου. Καλό είναι να αποφύγετε αυτή τη στιγμή του κύκλου, αν είναι δυνατό.

Πώς γίνεται το Τεστ Παπ;

Ένα όργανο που λέγεται μητροσκόπιο εισάγεται απαλά στον κόλπο σας για να κρατήσει τα τείχη του κόλπου ανοιχτά έτσι ώστε ο τράχηλός σας να είναι καλά ορατός. Μια ειδική σπάτουλα ή/και μια μικρή μαλακή βούρτσα θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου ο γυναικολόγος να συλλέξει κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου. Το δείγμα αυτό των κυττάρων του τραχήλου της μήτρας θα στρωθεί σε ειδική αντικειμενοφόρα πλάκα και στη συνέχεια θα αποσταλλεί στο εξειδικευμένο κυτταρολογικό μας εργαστήριο. Εκεί, θα εξεταστεί λεπτομερώς κάτω από ένα μικροσκόπιο για ανεύρεση και εντοπισμό ανώμαλων αλλαγών στα κύτταρα.

Τι είναι η κυτταρολογική τεχνική υγρής φάσης (thin prep);

Η κυτταρολογία υγρής φάσης (thin prep) αποτελεί μία εναλλακτική μέθοδο εξέτασης των κυττάρων του τραχήλου κατά την οποία πραγματοποιείται διάγνωση ανωμαλιών με περισσότερη ακρίβεια και ασφάλεια. Το thin prep είναι μία κυτταρολογική τεχννική υγρής φάσης, η οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1996 στις Η.Π.Α. Με τη μέθοδο αυτή αυξάνεται σημαντικά η διαγνωστική ακρίβεια στην εξέταση του κολπικού και τραχηλικού επιχρίσματος κατά Pap, φτάνοντας σε ακρίβεια περίπου στο 90% σε σχέση με το συμβατικό τεστ Παπ που η αντίστοιχη ευαισθησία είναι 65%. Άλλα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι ότι γίνεται σωστή συντήρηση του δείγματος, δηλαδή το υλικό παραμένει αναλλοίωτο καθώς διατηρείται άμεσα σε κατάλληλο υγρό. Επιπλέον μπορεί ταυτόχρονα να πραγματοποιηθεί ανίχνευση και τυποποίηση των στελεχών του ιού των ανθρώπινων κονδυλωμάτων (HPV), καθώς και ταυτοποίηση χλαμυδίων και άλλων μικροοργανισμών (π.χ. μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα). Είναι πολύ σημαντικό η διαδικασία αυτή να γίνει όσο πιο ατραυματικά γίνεται προκειμένου να συλλέξουμε ένα καθαρό αλλά επαρκές δείγμα.

Τι είναι το HPV DNA τεστ και το mRNA τεστ;

Το HPV DNA τεστ χρησιμοποιείται για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και αποτελεί χρήσιμο εργαλείο σε παθολογικό τεστ Παπανικολάου.

Έχει αποδειχθεί ότι η καρκινογένεση στον τράχηλο της μήτρας αρχίζει συνήθως μετά από επιμένουσα ή υποτροπιάζουσα φλεγμονή από ογκογόνους τύπους του ιού HPV. Με το HPV DNA τεστ ανιχνεύουμε την παρουσία ή όχι 49 γονότυπων του ιού που κάποιοι ευθύνονται για οξυτενή κονδυλώματα και κάποιοι για καρκίνους.

Οι συνήθεις στόχοι των HPV είναι το δέρμα και οι βλεννογόνοι του κατώτερου γεννητικού συστήματος, της περιοχής του πρωκτού και του στοματοφάρυγγα και άρα μπορεί να προκαλέσουν υπό κατάλληλες συνθήκες καρκίνους σε διάφορα όργανα (τράχηλος μήτρας, κόλπος, αιδοίο, πρωκτός, πέος, στοματοφάρυγγας).

Η λήψη γίνεται όπως και στο τεστ Παπανικολάου. Ένα βουρτσάκι εισάγεται στο τραχηλικό στόμιο, περιστρέφεται για συλλογή υλικού και μετά τοποθετείται σε ειδικό φιαλίδιο και αποστέλλεται στο εργαστήριο.

Η εξέταση του mRNA με τη χρήση του APTIMA φαίνεται ότι αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση της εξέτασης του HPV DNA και η απευθείας σύγκρισή του με τα διάφορα διαθέσιμα τεστ υποδηλώνει την πιθανή υπεροχή του έναντι αυτών καθώς το τεστ διακρίνεται για την υψηλή διαγνωστική του ευαισθησία η οποία συνοδεύεται και από αυξημένη ειδικότητα σε σύγκριση με τα διαθέσιμα HPV-DNA test.

Ποια είναι η διαφορά του HPV DNA τεστ και του mRNA τεστ;

Η ανάγκη εξατομικευμένης ιατρικής και εφαρμογής ειδικών μοριακών εξετάσεων ανίχνευσης της HPV λοίμωξης, που μπορούν να ξεχωρίσουν ποιες γυναίκες διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο, είναι καθοριστικής σημασίας. Ειδικότερα, οι μοριακές εξετάσεις τελευταίας γενιάς μπορούν να βοηθήσουν ιδιαίτερα τον γυναικολόγο στην απόφαση του για την διαχείριση του περιστατικού.

Φαίνεται ότι το στοιχείο εκείνο της HPV λοίμωξης που έχει πραγματική σημασία είναι η ενεργότητά της. Αυτό δηλώνεται από την έκφραση των Ε6/Ε7 ογκοπρωτεϊνών ή, όπως έχει επικρατήσει, από θετικό mRNA test (Aptima).

Τα διεθνή αλλά και τα ελληνικά δεδομένα καταδεικνύουν την πολύ σημαντική βοήθεια την οποία προσφέρει η συγκεκριμένη εξέταση στην αναγνώριση των γυναικών που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο και, συνεπώς, χρειάζονται θεραπεία. Στις μελέτες αυτές συγκρίθηκαν το HPV DNA Test και το APTIMA mRNA HPV Test. H εξέταση APTIMA mRNA test επέδειξε στο σύνολο των μελετών παρόμοια ευαισθησία με ένα HPV DNA Test, αλλά ταυτόχρονα πολύ υψηλότερη ειδικότητα στην ανίχνευση υψηλόβαθμων ενδοεπιθηλιακών βλαβών και καρκίνου. Η χρήση του APTIMA οδηγεί σε μείωση έως και 23% του πλήθους των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων πληθυσμιακού ελέγχου, εξαιτίας της υψηλής ειδικότητας του τεστ.

Τα ανωτέρω οφείλονται στο γεγονός ότι τα τεστ που ανιχνεύουν το DNA του ιού (HPV DNA testing) δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ λανθάνουσας και ενεργούς λοίμωξης, καθώς το DNA του ιού μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται αυτός. Ο εντοπισμός της ύπαρξης αντιγράφων mRNA των Ε6/Ε7 αποτελεί την ακριβή μέθοδο, ενδεικτική της εξέλιξης προς κακοήθεια, συγκριτικά με την ανίχνευση του HPV DNA, καθώς μόνον η υπερέκφραση mRNA E6/E7 HPV τύπων υψηλού κινδύνου αποτελεί ένδειξη ενεργούς λοίμωξης και ογκογονικής δραστηριότητας, άρα και σημάδι έναρξης της καρκινογένεσης. Σε περίπτωση, δε, απώλειας της L1 περιοχής εξαιτίας της ενσωμάτωσης του ιϊκού γονιδιώματος σε αυτό του ξενιστή, οι τεχνικές HPV DNA testing θα καθορίσουν λανθασμένα το δείγμα σαν αρνητικό, παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει επιθετική δραστηριότητα, σοβαρού βαθμού αλλοίωση η και καρκίνος.

Share: