Καρκίνος Ενδομητρίου

Καρκίνος Ενδομητρίου

Πόσο συχνός είναι ο καρκίνος του ενδομητρίου;

Περισσότερες από 8200 νέες περιπτώσεις  διεγνωσμένου καρκίνου ενδομητρίου υπήρξαν το 2010 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό καθιστά τον καρκίνο του ενδομητρίου τον τέταρτο πιο συχνό καρκίνο στις γυναίκες και την πιο συχνή γυναικολογική κακοήθεια. Μεταξύ των ετών 2008 και 2010 υπήρξε ένας μέσος όρος πάνω από 1800 θανάτους ανά έτος από καρκίνο ενδομητρίου. Ο ρυθμός επίπτωσης έχει αυξηθεί κατά 43% από το 1993-95, από 13.8 ανά 100000 γυναικείου πληθυσμού σε 19. 7 το 2007-09. Η θνησιμότητα έχει επίσης αυξηθεί κατά 14% από 3,2 σε 3.7 ανά 100000. Συνολικά οι 1-έτους και 5-ετής ρυθμοί επιβίωσης  στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν αυξηθεί από το 1993-95 σε 91.2% και 78.5%. Παρολαυτά, η επιβίωση παραμένει ουσιωδώς χειρότερη σε μεγαλύτερες γυναίκες.

Ποιοι παράγοντες σχετίζονται με τον καρκίνο του ενδομητρίου;

Σχεδόν τα 2/3 των ενδομητρικών καρκίνων συμβαίνουν σε γυναίκες ηλικιών 55-75 με κορύφωση των συχνοτήτων σε γυναίκες στην αρχή της έβδομης δεκαετίας της ζωής. Η παχυσαρκία είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για αδενοκαρκίνωμα του ενδομητρίου, με την επίδραση περισσότερο έκδηλη στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Στην Αγγλία, ο επιπολασμός της παχυσαρκίας έχει αυξηθεί από 16% των γυναικών το 1993 σε 26% το 2011. Οι περιπτώσεις αδενοκαρκινώματος ενδομητρίου σε νεαρότερες γυναίκες σχετίζονται συχνά με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και παχυσαρκία. Η υπερπλασία του ενδομητρίου είναι μια προκαρκινική μεταβολή στο ενδομήτριο, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε αδενοκαρκίνωμα του ενδομητρίου. Άλλοι κλινικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορεί να υποβόσκουν, μεταβάλλοντας τις τάσεις στην επίπτωση του καρκίνου του ενδομητρίου περιλαμβάνουν την αυξημένη χρήση της ταμοξιφαίνης για τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού καθώς και μεταβολές στη συχνότητα υστερεκτομής για στείρωση ή θεραπεία καταστάσεων όπως οι βαριές αιμορραγίες της εμμήνου ρύσεως.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, 77% των καρκίνων της μήτρας είναι ενδομητριοειδή αδενοκαρκινώματα και 6% καρκινοσάρκωματα. Η συχνότητα θνησιμότητας αυξάνει με την ηλικία, με σχεδον τα 2/3 των θανάτων να συμβαίνουν σε γυναίκες ηλικίας 70 ετών και άνω. Όπως με πολλους καρκίνους, το προχωρημένο στάδιο κατά την εμφάνιση της νόσου είναι πιο συχνό με την αυξανόμενη ηλικία και σχετίζεται με πτωχότερη επιβίωση. Πτωχότερη γενική κατάσταση υγείας με συννοσηρότητες σε μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες, ίσως απαγορεύει τη χρήση αποτελεσματικών θεραπειών του καρκίνου της μήτρας.

Υπάρχει προσυμπτωματικός έλεγχος;

Δεν υπάρχει καθιερωμένο πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του ενδομητρίου. Για το λόγο αυτό, ο προσυμπτωματικός έλεγχος περιορίζεται σε «υψηλού κινδύνου» άτομα με κληρονομική προδιάθεση.

Υπάρχει συσχέτιση με γενετική προδιάθεση;

Περίπου 2-4% του ενδομητρικού καρκίνου αποδίδεται στο σύνδρομο Lynch και μέχρι 10% σε γυναίκες που διαγιγνώσκονται κάτω από την ηλικία των 50. Αυτό είναι ένα αυτοσωμικό επικρατές σύνδρομο, που προκαλείται από γονιδιακές μεταλλάξεις στα γονίδια MLH1, MSH2, MSH6 ή PMS2, τα οποία κωδικοποιούν συστατικά του μηχανισμού επιδιόρθωσης του DNA (MMR).

Άτομα με σύνδρομο Lynch βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνων του εντέρου, του ενδομητρίου, της ωοθήκης, του ουροθηλίου, του παγκρέατος, των χοληφόρων, του στομάχου, του εγκεφάλου, του δέρματος και ίσως του μαστού. Εάν υπάρχει ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό καρκίνου (π.χ ύποπτο σύνδρομο Lynch), πρέπει να γίνεται συζήτηση  με τις υπηρεσίες γενετικής του καρκίνου.

Ποια είναι τα κυριότερα συμπτώματα;

  • Μετεμμηνοπαυσιακή αιμόρροια (ΜΑ) είναι η πιο συχνή εκδήλωση, και σε όλες τις γυναίκες με ΜΑ επιβάλλεται άμεση διερεύνηση
  • Ένα παθολογικό κυτταρολογικό επίχρισμα που υποδεικνύει αδενική ανωμαλία ή καρκίνο του ενδομητρίου. Αυτές οι ασθενείς θα πρέπει να διερευνηθούν με κολποσκόπηση (μερικές ίσως έχουν καρκίνο τραχήλου) ή να αναφέρθούν για επείγουσα διερεύνηση
  • Ακανόνιστη αιμορραγία σε Ορμονική Θεραπεία Υποκατάστασης (HRT)  ή σε περιεμμηνοπαυσιακή ασθενή  ίσως υποδεικνύει δυσοίωνη παθολογία και θα πρέπει να παραπέμπεται για ενδομητρική δειγματοληψία
  • Μετεμμηνοπαυσιακή κολπική έκκριση-σταγονοειδή κολπική αιμόρροια ή πυώδης έκκριση θα πρέπει να εγείρει υποψία κακοήθειας

Τι περιλαμβάνει η διαγνωστική διερεύνηση;

  • Πλήρες ιστορικό και πυελική εξέταση
  • Εκτίμηση πάχους ενδομητρίου με διακολπικό υπερηχογράφημα (διακοιλιακό μόνο εάν το διακολπικό δεν είναι εφικτό)
  • Εκτίμηση του ενδομητρίου και βιοψία εάν το πάχος του ενδομητρίου είναι 5mm ή περισσότερο
  • Αν τα συμπτώματα είναι επίμονα, ενδείκνυται βιοψία ακόμη και αν το πάχος του ενδομητρίου είναι λιγότερο από 5mm
  • Αιματολογικές εξετάσεις: γενική αίματος, ουρία, κρεατινίνη, ηλεκτρολύτες, ηπατικές δοκιμασίες, γλυκόζη, CA-125.
  • Απεικονιστικές μέθοδοι: Ο σκοπός της απεικόνισης είναι να καθοριστεί το βάθος της διήθησης του μυομητρίου και να εκτιμηθεί η ύπαρξη νόσου εκτός της μήτρας, ιδίως η διήθηση λεμφαδένων. Η απεικόνιση πρέπει να περιλαμβάνει:
  • Μαγνητική τομογραφία (MRI) πυέλου και κοιλίας περιλαμβάνοντας τους παρα-αορτικούς λεμφαδένες
  • Αξονική τομογραφία (CT) θώρακος (και κοιλίας αν δεν περιλαμβάνεται στην MRI)
  • Σε άτυπη ενδομητρική υπερπλασία, πρέπει να προγραμματίζεται MRI πυέλου και να αντιμετωπίζεται όπως ο ενδομητρικός καρκίνος εάν υπάρχει υποψία διήθησης.

Πώς σταδιοποιείται;

Κατά FIGO:

Στάδιο Ι: Όγκος περιορισμένος στο σώμα της μήτρας

ΙΑ: Όγκος που περιορίζεται στο ενδομήτριο και/ή διήθηση <1/2 του μυομητρίου

ΙΒ: Διήθηση >1/2 μυομητρίου.

Στάδιο ΙΙ: Το σώμα της μήτρας και το στρώμα του τραχήλου είναι διηθημένα, αλλά δεν υπάρχει επέκταση εκτός της μήτρας.

Στάδιο ΙΙΙ: Επέκταση εκτός της μήτρας αλλά η έκταση περιορίζεται μέσα στην αληθή πύελο

ΙΙΙΑ: Ο όγκος διηθεί τον ορογόνο και/ή τα εξαρτήματα

ΙΙΙΒ: Κολπικές μεταστάσεις

ΙΙΙC: Μεταστάσεις σε πυελικούς και/ή παρα-αορτικούς λεμφαδένες

ΙΙΙC1: Θετικοί πυελικοί λεμφαδένες

ΙΙΙC2: Θετικοί παρα-αορτικοί λεμφαδένες με ή χωρίς θετικούς πυελικούς λεμφαδένες.

Στάδιο IV: Διήθηση της ουροδόχου κύστης ή του εντερικού βλεννογόνου ή απομακρυσμένες μεταστάσεις

IVA: Ο όγκος διηθεί την ουροδόχο κύστη και/ή τον εντερικό βλεννογόνο

IVB: Απομακρυσμένες μεταστάσεις περιλαμβάνοντας ενδοκοιλιακούς και/ή βουβωνικούς λεμφαδένες.

Ενδοτραχηλική αδενική επέκταση μόνο πρέπει να θεωρείται στάδιο Ι και όχι πια στάδιο ΙΙ.

Θετική κυτταρολογική εξέταση πρέπει να αναφέρεται ξεχωριστά χωρίς να αλλάζει το στάδιο.

Πώς αντιμετωπίζεται;

Το χειρουργείο είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας με ολική υστερεκτομή και αμφοτερόπλευρη σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή. Ο στόχος της χειρουργικής θεραπείας είναι να σταδιοποιηθεί η νόσος και να επιτευχθεί τοπική  εξαίρεση της νόσου.

Η ελάχιστα επεμβατική χειρουργική (λαπαροσκοπική ή ρομποτική) μειώνει σημαντικά τη νοσηρότητα και μειώνει τη μέση χρονική διάρκεια νοσηλείας. Τα αποτελέσματα επιβίωσης είναι ισοδύναμα. Επομένως, μια ελάχιστα επεμβατική προσέγγιση θα πρέπει να χρησιμοποιείται όποτε είναι εφικτή.

Η κλινικά προχωρημένη νόσος μπορεί να λάβει όφελος από την νέο-επικουρική χημειοθεραπεία. Η αρχική ακτινοθεραπεία μπορεί να είναι μια επιλογή όταν η χειρουργική επέμβαση δεν είναι εφικτή λόγω εκτεταμένης τοπικής νόσου ή λόγω συννοσηρότητας της ασθενούς.

Τι περιλαμβάνει η χειρουργική επέμβαση;

Ελάχιστα επεμβατική χειρουργική επέμβαση θα πρέπει να προσφέρεται σε όλους τους ασθενείς με ενδομητρικό καρκίνο όποτε είναι εφικτό.

Σύμφωνα με τη FIGO, η κατάσταση των λεμφαδένων πρέπει να είναι γνωστή ώστε να σταδιοποιηθεί πλήρως η ασθενής, παρ’ όλο που το κλινικό όφελος παραμένει αμφισβητήσιμο. Οι ασθενείς με καλά διαφοροποιημένους ενδομητριοειδείς όγκους και ακτινολογικό στάδιο νόσου ΙΑ έχουν μικρή πιθανότητα να υπάρχει νόσος στους λεμφαδένες και επομένως δεν υπάρχει ανάγκη να υποβληθούν σε λεμφαδενεκτομή.

Όμως, για τα θεωρούμενα στάδια ΙΒ και άνω (στην απεικόνιση), το χειρουργείο πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

  • λεπτομερή έλεγχο της κοιλιακής/ πυελικής χώρας, του περιεχομένου της και του οπισθοπεριτοναίου
  • περιτοναϊκή έκπλυση
  • ολική υστερεκτομή και αμφοτερόπλευρη σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή
  • επιπλεκτομή πρέπει να γίνει εάν υπάρχει ορώδες καρκίνωμα, διαυγοκυτταρικό καρκίνωμα, καρκινοσάρκωμα και ενδομητρικό στρωματικό σάρκωμα στην ιστολογική έκθεση ή αν υπάρχει απόδειξη εξωμητρικής νόσου στην απεικόνιση.
  • όλοι οι ύποπτοι λεμφαδένες που αναγνωρίζονται είτε στην προεγχειρητική απεικόνιση είτε διεγχειρητικά πρέπει να αφαιρούνται.

Μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις όπου μπορεί να χρειαστεί Wertheim (ριζική) υστερεκτομή και πυελικός λεμφαδενικός καθαρισμός.

Η κολπική υστερεκτομή μπορεί να ληφθεί υπόψη όποτε αντενδείκνυται εκτεταμένο κοιλιακό χειρουργείο.

Ποιος ο ρόλος της λεμφαδενεκτομής;

Ο ρόλος της λεμφαδενεκτομής στον ενδομητρικό καρκίνο παραμένει αμφιλεγόμενος. Συστηματικός πυελικός +/- παρα-αορτικός λεμφαδενικός καθαρισμός αξιολογεί τη λεμφαδενική κατάσταση και μπορεί να καθορίσει την επικουρική θεραπεία. Τυχαιοποιημένες μελέτες δεν έχουν δείξει πλεονέκτημα επιβίωσης, παρ’ όλο που αναδρομικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι ίσως υπάρχει ένα πλεονέκτημα όσον αφορά τη συστηματική λεμφαδενεκτομή σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Μπορεί να μειώσει την ανάγκη πυελική ακτινοθεραπείας εάν όλοι οι λεμφαδένες είναι αρνητικοί. Ωστόσο, αυξάνει τον κίνδυνο όψιμης τοξικότητας, ιδίως λεμφοίδημα, ειδικά αν απαιτείται επικουρική ακτινοθεραπεία.

Μελλοντικές εξελίξεις περιλαμβάνουν την ανίχνευση λεμφαδένα φρουρού και αξιολόγηση νέων απεικονιστικών τεχνικών για τη σταδιοποίηση της νόσου.

Υπάρχει δυνατότητα διατήρησης της γονιμότητας;

Ενδομητρικές κακοήθειες σταδίου ΙΑ βαθμού κακοήθειας 1 μπορεί να προκύψουν σε νέες γυναίκες που επιθυμούν να επιτύχουν εγκυμοσύνη. Σε αυτές τις γυναίκες υπάρχει η δυνατότητα χρησιμοποίησης υψηλών δόσεων προγεστερόνης σε μια προσπάθεια θεραπείας υπό πολύ στενή παρακολούθηση.

Όλες οι ασθενείς πρέπει να υποβληθούν σε μαγνητική τομογραφία για σταδιοποίηση για να αξιολογηθεί το βάθος διήθησης.

Τα περιστατικά πρέπει να συζητηθούν στη συνάντηση του Ογκολογικού Συμβουλίου με την ιστολογική έκθεση και το πόρισμα της απεικόνισης.

Υπάρχουν αυστηρά κριτήρια για να συμπεριληφθεί μια ασθενής:

  • προ-εμμηνοπαυσιακές ασθενείς που θέλουν να επιτύχουν εγκυμοσύνη
  • ενδομητριοειδές αδενοκαρκίνωμα βαθμού κακοήθειας 1
  • να μην διηθείται το μυομήτριο στην μαγνητική τομογραφία

Θεραπεία

Provera 400-800mg ημερησίως (σε διαιρεμένες δόσεις αν προτιμάται) για 12 μήνες.

Βιοψίες ενδομητρίου λαμβάνονται με τη χρήση Pipelle σε εξωτερικές ασθενείς στους 3 και 9 μήνες και στην υστεροσκόπηση στους 6 και 12 μήνες.

Η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί εφόσον δεν υπάρχει εξέλιξη της νόσου στη βιοψία.

Η θεραπεία για ενδομητρικό καρκίνο συνεχίζεται για το χρόνο. Αν υπάρχει η διάγνωση μόνο σύνθετης άτυπης υπερπλασίας, τότε η θεραπεία μπορεί να διακοπεί αν η δειγματοληψία δείξει απάντηση.

Ιδανικά, οι ασθενείς θα πρέπει να παραπέμπονται απευθείας για θεραπεία γονιμότητας μετά τη συμπλήρωση αυτής της θεραπείας εάν οι βιοψίες επιβεβαιώσουν πλήρη απάντηση.

Εάν δεν επιτευχθεί εγκυμοσύνη και δε δίνεται ενεργός θεραπεία, πρέπει να ληφθεί επιπλέον βιοψία 6 μήνες ύστερα από τη συμπλήρωση της θεραπείας.

Τα ποσοστά απάντησης στη θεραπεία είναι περίπου 75%, με το 75% αυτών των γυναικών να έχουν παρατεταμένη απάντηση.

Θα πρέπει να συζητηθεί η συμπληρωματική υστερεκτομή μετά την κύηση.

Ποιος ο ρόλος της επικουρικής θεραπείας;

Η ολική υστερεκτομή με αμφοτερόπλευρη σαλπιγγο-ωοθηκεκτομή είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας για τον ενδομητρικό καρκίνο. Τα ιστολογικά χαρακτηριστικά και οι προγνωστικοί παράγοντες καθορίζονται από το χειρουργικό δείγμα και χρησιμεύουν στην καθοδήγηση της επικουρικής θεραπείας. Για ασθενείς χαμηλού κινδύνου, το ποσοστό επιβίωσης χωρίς υποτροπή είναι 95% μόνο με χειρουργική επέμβαση.

Το ενδομητριοειδές καρκίνωμα είναι ο πιο κοινός τύπος ενδομητρικού καρκίνου. Τα ορώδη καρκινώματα συμπεριφέρονται πιο πολύ όπως ο πρωτοπαθής ωοθηκικός καρκίνος με μεγαλύτερη τάση για περιτοναϊκή διασπορά. Το διαυγοκυτταρικό καρκίνωμα και το σπάνιο καρκίνωμα από επιθηλιακά κύτταρα τείνουν να συμπεριφέρονται πιο επιθετικά συγκριτικά με το ενδομητριοειδές καρκίνωμα. Τα καρκινοσαρκώματα είναι πολύ επιθετικά και επικουρική πυελική ακτινοθεραπεία δίνεται σε αυτά, με αποδεδειγμένο όφελος.

Η πυελική ακτινοθεραπεία μετά το χειρουργείο βελτιώνει τον τοπικο-περιοχικό έλεγχο. Σε νόσο σταδίου Ι, τα δύο τρίτα των υποτροπών συμβαίνουν στον κολπικό θόλο και μόνη η βραχυθεραπεία του κολπικού θόλου μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο κεντρικής υποτροπής. Για μεσαίου κινδύνου ασθενείς σταδίου Ι, υπάρχει κίνδυνος 15-25% τοπικο-περιοχικής υποτροπής μετά το χειρουργείο, που μπορεί να μειωθεί σε περίπου 5% με μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία παρ’ όλο που δεν υπάρχει πλεονέκτημα επιβίωσης. Για υψηλού κινδύνου ασθενείς σταδίου Ι, η λεμφαδενική συμμετοχή είναι περίπου 35% και η συνολική 5ετής επιβίωση είναι 55-60%.

Οι ασθενείς υψηλού κινδύνου και αυτές με τοπικά προχωρημένη νόσο πεθαίνουν από μεταστατική διασπορά, οπότε το άθροισμα της ταυτόχρονης και επικουρικής χημειοθεραπείας είναι αντικείμενο έρευνας σε μια τυχαιοποιημένη μελέτη (PORTEC-3). Υπάρχουν στοιχεία για πλεονέκτημα επιβίωσης σε προχωρημένη (στάδιο ΙΙΙ/IV) νόσο. Σε υψηλού κινδύνου νόσο πρώιμου σταδίου, η μελέτη EORTC επίσης έδειξε σημαντική βελτίωση της επιβίωσης χωρίς εξέλιξη και τείνει στο συνολικό όφελος επιβίωσης.

Η χημειοθεραπεία συνήθως δίνεται πριν την ακτινοθεραπεία αλλά μπορεί να δοθεί και μετά από αυτήν σε ασθενείς με σίγουρη υπολειπόμενη νόσο.

Δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να υποστηρίζει τη χρήση της επικουρικής ορμονικής θεραπείας.

Η ανάγκη για μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία θα αποφασιστεί με βάση την ηλικία της ασθενούς και το βαθμό διαφοροποίησης του όγκου, τον κυτταρικό τύπο, την παρουσία διασποράς σε αγγειακούς χώρους, το βάθος της διήθησης του μυομητρίου και την παρουσία ή απουσία μετάστασης σε λεμφαδένες.

Ο συνδυασμός εξωτερικής ακτινοθεραπείας (external beam radiation therapy, EBRT) και πυελικού λεμφαδενικού καθαρισμού έχει υψηλότερο κίνδυνο λεμφοιδήματος συγκριτικά με τη μονοθεραπεία. Εάν έχει γίνει επαρκής λεμφαδενικός καθαρισμός χωρίς ενδείξεις λεμφαδενικών μεταστάσεων, τότε η βραχυθεραπεία του κολπικού κολοβώματος ίσως είναι εναλλακτική θεραπεία.

Στάδιο Ι

Δεν υπάρχει ένδειξη για επικουρική θεραπεία ασθενών με χαμηλού κινδύνου νόσο: στάδιο ΙΑ, grade 1 και 2 χωρίς λεμφική και αγγειακή διασπορά.

Κακοί προγνωστικοί παράγοντες για τη νόσο σταδίου Ι περιλαμβάνουν ιστολογικό τύπο υψηλής κακοήθειας, διήθηση στο εξωτερικό μισό του μυομητρίου και λεμφική-αγγειακή διασπορά. Για νόσο σταδίου Ι μέσου κινδύνου, στις ασθενείς με τουλάχιστον έναν κακό προγνωστικό παράγοντα, η βραχυθεραπεία του κολπικού κολοβώματος ενδείκνυται για να ελαττώσει τον κίνδυνο κολπικής υποτροπής. Στις διεθνείς τυχαιοποιημένες μελέτες GOG 99 και PORTEC, στα ανεξάρτητα υψηλού κινδύνου χαρακτηριστικά περιλαμβανόταν και η ηλικία >60 ετών.

Ασθενείς με υψηλού κινδύνου νόσο σταδίου Ι (G3 IB, G2 IB με λεμφική-αγγειακή διασπορά, G3 IA με λεμφική-αγγειακή διασπορά) θα πρέπει να υποβληθούν σε εξωτερική ακτινοθεραπεία για να θεραπευτούν οι πυελικοί λεμφαδένες, το ανώτερο τμήμα του κόλπου και τα παραμήτρια.

Ο συνδυασμός εξωτερικής ακτινοθεραπείας (EBRT) και πυελικού λεμφαδενικού καθαρισμού έχει υψηλότερο κίνδυνο λεμφοιδήματος. Εάν έχει γίνει επαρκής λεμφαδενικός καθαρισμός χωρίς ενδείξεις λεμφαδενικών μεταστάσεων, τότε η βραχυθεραπεία του κολπικού κολοβώματος είναι μια εναλλακτική θεραπεία.

Στάδιο ΙΙ

Ασθενείς με νόσο σταδίου ΙΙ θα πρέπει να λάβουν εξωτερική ακτινοθεραπεία ακολουθούμενη από βραχυθεραπεία του κολπικού κολοβώματος για να μειωθεί ο κίνδυνος κολπικής και πυελικής υποτροπής, ανεξάρτητα από το grade ή τις ενδείξεις λεμφικής-αγγειακής διασποράς.

Στάδιο ΙΙΙ

Για τη νόσο σταδίου ΙΙΙ ενδείκνυται επικουρική πυελική ακτινοθεραπεία. Οι παρα-αορτικοί λεμφαδένες πρέπει να περιλαμβάνονται όταν υπάρχει ένδειξη συμμετοχής των κοινών λαγονίων ή των παρα-αορτικών λεμφαδένων.

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για τοπική υποτροπή;

  • χαμηλής διαφοροποίησης (G3) αδενοκαρκίνωμα, διαυγοκυτταρικό καρκίνωμα, ορώδες καρκίνωμα και καρκινοσάρκωμα
  • διήθηση του εξωτερικού μισού του μυομητρίου
  • συμμετοχή του τραχήλου
  • διασπορά σε λεμφικούς και αγγειακούς χώρους
  • ηλικία >60 ετών.

Πώς γίνεται η παρακολούθηση της ασθενούς;

Οι στόχοι της παρακολούθησης είναι οι εξής: ανίχνευση της υποτροπής της νόσου, διαχείριση των συμπτωμάτων, καθησυχασμός της ασθενούς.

Επί απουσίας ποιοτικής ένδειξης, δεν θα πρέπει να παραλείπεται η τρέχουσα στρατηγική της τακτικής παρακολούθησης ρουτίνας για την πλειοψηφία των ασθενών με ενδομητρικό καρκίνο.

Η συχνότητα της παρακολούθησης εξαρτάται από τη μορφή της θεραπείας (χειρουργική/ ακτινοθεραπεία) και τον κίνδυνο απομακρυσμένης ή τοπικής υποτροπής.

Η υποτροπή μετά το χειρουργείο για την νόσο πρώιμου σταδίου πιο συχνά συμβαίνει στο κολπικό κολόβωμα και μπορεί να θεραπευθεί επιτυχώς με ακτινοθεραπεία αν ανιχνευθεί νωρίς.

Θα πρέπει να γίνει καταγραφή της όψιμης τοξικότητας που περιλαμβάνει το έντερο, την ουροδόχο κύστη, την κολπική τοξικότητα και το λεμφοίδημα. Θα πρέπει να συμπληρωθεί μια αξιολόγηση ολιστικών αναγκών στο τέλος της θεραπείας για να αναγνωριστούν οι ανησυχίες της ασθενούς.

Ασθενείς που λαμβάνουν μόνο χειρουργική θεραπεία

Οι ασθενείς αυτές θα πρέπει να έχουν μια συνάντηση παρακολούθησης τις κεντρικές 2-3 εβδομάδες μετεγχειρητικά για τα αποτελέσματα και τη συζήτηση για το αν χρειάζεται οποιαδήποτε επικουρική θεραπεία. Αν το χειρουργείο είναι η μοναδική θεραπεία, οι ασθενείς παρακολουθούνται ως ακολούθως:

  • ανά 3 μήνες τον πρώτο χρόνο
  • ανά 4-6 μήνες τον δεύτερο χρόνο
  • παρακολούθηση ανά 6-12 μήνες επανεκτίμηση σε 5 χρόνια.

Κολπικά επιχρίσματα δεν ενδείκνυνται στην επανεκτίμηση ασθενών που έχουν λάβει θεραπεία για ενδομητρικό καρκίνο.

Οι ασθενείς χρήζουν κλινικής εκτίμησης 4-6 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της ακτινοθεραπείας ή βραχυθεραπείας. Ένα μέλος της ογκολογικής ομάδας θα συμβουλεύσει τις ασθενείς για τη χρήση κολπικών διαστολέων, οι οποίοι δίδονται με σκοπό την πρόληψη της κολπικής τοξικότητας.

Παρακολούθηση

  • Τον πρώτο χρόνο κάθε 3 μήνες
  • Τον δεύτερο χρόνο κάθε 4μήνες
  • Τα υπόλοιπα 5 χρόνια κάθε  6 μήνες

CT θώρακος, άνω και κάτω κοιλίας διενεργούνται τον 3ο-6ο μήνα σε ασθενείς που λαμβάνουν χημειοθεραπεία ως μέρος της επικουρικής τους θεραπείας ή σε ασθενείς με ορώδες καρκίνωμα.

CT διενεργείται σε ασθενείς υψηλού κινδύνου τον 12ο και 24ο μήνα, αφού η λεμφαδενική υποτροπή μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς αν εντοπιστεί σε ασυμπτωματική ασθενή.

Οι ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία με εισαγωγική ακτινοθεραπεία υποβάλλονται σε MRI +/- CT θώρακος κοιλίας σε 3 μήνες για να εκτιμηθεί η ανταπόκριση στη θεραπεία.

Οι ασθενείς μπορεί να χρειαστεί να παραπεμφθούν για συνεχή ψυχοσεξουαλική θεραπεία.

Που μπορώ να βρω περισσότερες πληροφορίες;

https://www.esmo.org/content/download/36781/728488/file/ESMO-ACF-Greek-endometrial-cancer-guide-patients.pdf